μικρομελία

μικρομελία
και μικρομέλεια, η
ιατρ. παθολογική δυσανάλογη μικρότητα ή βραχύτητα τών άκρων τού σώματος σε σχέση με τον κορμό, όπως π.χ. στην περίπτωση τής εμβρυϊκής χονδροδυστροφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. micromelia (βλ. μικρο[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικρομελής — ές (Α μικρομελής, ές) αυτός που έχει δυσανάλογα μικρά μέλη, κυρίως άνω και κάτω άκρα, σε σχέση με τον υπόλοιπο κορμό, αυτός που πάσχει από μικρομελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι μελής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”